ἀποδημήσει

ἀποδημήσει
ἀποδήμησις
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀποδημήσεϊ , ἀποδήμησις
fem dat sg (epic)
ἀποδήμησις
fem dat sg (attic ionic)
ἀποδημέω
to be away from home
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποδημέω
to be away from home
fut ind mid 2nd sg
ἀποδημέω
to be away from home
fut ind act 3rd sg
ἀ̱ποδημήσει , ἀποδημέω
to be away from home
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱ποδημήσει , ἀποδημέω
to be away from home
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀποδημέω
to be away from home
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποδημέω
to be away from home
fut ind mid 2nd sg
ἀποδημέω
to be away from home
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποδημητικός — ή, ό (Α ἀποδημητικός, ή, όν) [αποδημώ] αυτός που συχνά αποδημεί, ο μεταναστευτικός νεοελλ. «ἀποδημητικά πτηνά» τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν αρχ. 1. αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει 2. θνητός …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”